επιχορεύω

επιχορεύω
ἐπιχορεύω (Α)
1. χορεύω για να πανηγυρίσω κάποιο γεγονός
2. έρχομαι χορεύοντας
3. ολοκληρώνω, κλείνω την παράσταση με χορικό άσμα («καὶ ὁ μὲν ποιητής εἰπὼν "πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων" ἢ τοιοῡτό τι ἐπιχορεύσας ἀπῆλθε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχορεύομεν — ἐπιχορεύω dance to pres ind act 1st pl ἐπιχορεύω dance to pres ind act 1st pl ἐπιχορεύω dance to imperf ind act 1st pl (homeric ionic) ἐπιχορεύω dance to imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχορεῦσαι — ἐπιχορεύω dance to aor inf act ἐπιχορεύω dance to aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχόρευε — ἐπιχορεύω dance to imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχόρευεν — ἐπιχορεύω dance to imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχόρευσας — ἐπιχορεύω dance to aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχόρευσε — ἐπιχορεύω dance to aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπεχόρευσεν — ἐπιχορεύω dance to aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχορεύσας — ἐπιχορεύσᾱς , ἐπιχορεύω dance to aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἐπιχορεύσᾱς , ἐπιχορεύω dance to aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”